- ατλάντειος
- ἀτλάντειος, -α και -ίς, -ον (Α)ο ατλαντικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἀτλάντειον — Ἀτλάντειος of Atlas masc acc sg Ἀτλάντειος of Atlas neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀτλαντείης — Ἀτλάντειος of Atlas fem gen sg (epic ionic) Ἀτλαντείη fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀτλαντείοις — Ἀτλάντειος of Atlas masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀτλάντειοι — Ἀτλάντειος of Atlas masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτλαντας — ο (Α ἄτλας και Ἄτλας, αντος) 1. ο μυθικός γίγαντας που βαστούσε τους στύλους του ουρανού 2. ονομασία ανδρικών αγαλμάτων που στήριζαν τον θριγκό οικοδομήματος 3. ο αυχενικός σπόνδυλος στον οποίο στηρίζεται το κεφάλι νεοελλ. 1. συλλογή χαρτών 2.… … Dictionary of Greek
ad(u)-, ad-ro- (*heĝhero) — ad(u) , ad ro (*heĝhero) English meaning: water current Deutsche Übersetzung: “Wasserlauf” Note: From Root angʷ(h)i : ‘snake, worm” derived Root akʷü (more properly ǝkʷü ): ēkʷ : “water, river”; Root eĝhero : “lake, inner… … Proto-Indo-European etymological dictionary